τσιότρα

τσιότρα
η фляга (для вина)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τσιότρα" в других словарях:

  • τσιότρα — η, Ν βλ. τσότρα …   Dictionary of Greek

  • τσότρα — και τσιότρα, η, Ν ξύλινο δοχείο κρασιού ή νερού, αλλ. τσίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cotra < ρουμ. ciutura < ιταλ. ciotola < κοτύλη] …   Dictionary of Greek

  • ciutură — CIÚTURĂ, ciuturi, s.f. Găleată sau vas făcut din doage sau dintr un trunchi scobit, care serveşte la scos apa din fântână. ♢ expr. (Plouă de) toarnă cu ciutura. = plouă foarte tare; plouă cu găleata. ♦ Cantitate (de apă) care încape în obiectul… …   Dicționar Român

  • τσότρα — τσότρα, η και τσιότρα, η (λ. τουρκ.), ξύλινο παγούρι κρασιού ή νερού των τσοπάνηδων και των γεωργών, η φλάσκα, το φλασκί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»